Αναδημοσίευση από το εβδομαδιαίο περιοδικό “Επίκαιρα”, τεύχος 363 (09/12/2016 – 22/12/2016)

Αιφνίδια και Πλήρης Ανατροπή των Θέσεων

και των Κόκκινων Γραμμών της Ελληνικής Πλευράς

 

            Το αδιέξοδο στο Mont Pelerin της Ελβετίας επήλθε μετά από τρεις υπαναχωρήσεις της Τουρκικής πλευράς, που εξέφραζαν την άκρατη Τουρκική αδιαλλαξία. Η πρώτη αφορούσε τη μεταστροφή της στάσεώς της, σχετικά με το τι έπρεπε να συζητηθεί στο Mont Pelerin. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης είχε δώσει υποσχέσεις ότι θα γινόταν, επιτέλους, συζήτηση για το εδαφικό, το οποίο η Τουρκική πλευρά παρέπεμπε συνεχώς στο τέλος της διαπραγματεύσεως. Είχε διαβεβαιώσει μάλιστα ότι η Τουρκική πλευρά θα κατέθετε χάρτη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο Τουρκοκύπριος όμως ηγέτης άλλαξε πλήρως τη στάση του και επέμεινε να γίνει συζήτηση για όλα τα θέματα. Σε ό,τι αφορά ειδικά το εδαφικό, ζήτησε να γίνει συζήτηση μόνο επί των κριτηρίων του εδαφικού.

            Η δεύτερη αφορούσε τον αριθμό των προσφύγων, που θα μπορούσε να εγκατασταθεί στα εδάφη που θα επιστρέφονταν. Υπήρχε άτυπη διαβεβαίωση από Τουρκικής πλευράς ότι ο αριθμός τους θα μπορούσε να φτάσει τις 65.000 – 75.000 έναντι των 95.000 που ζητούσε η Ελληνική πλευρά. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης μείωσε τον αριθμό στις 55.000 – 60.000, αφήνοντας, με τη μείωση αυτή, εκτός των εδαφών, που θα επιστρέφονταν, τη Μόρφου. Σημειωτέον, η Μόρφου, χωρίς την περιοχή της, περιλαμβανόταν στα εδάφη που θα επιστρέφονταν, με βάση το σχέδιο Ανάν του 2004. Η Τουρκική υπαναχώρηση είχε ως στόχο να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός τη Μόρφου για να αποσπάσει από την Ελληνική πλευρά την παραχώρηση της εκ περιτροπής Προεδρίας, την οποία διεκδικεί, στο όνομα της «πολιτικής ισότητας», η Τουρκική πλευρά. Η τελευταία κατόρθωσε ήδη, με τον εκβιασμό για τη Μόρφου, να αποσπάσει και άλλη παραχώρηση: την αυξημένη αριθμητική συμμετοχή της Τουρκικής πλευράς στη Διακυβέρνηση, ειδικότερα στο Υπουργικό Συμβούλιο (8:5). Η λήψη, επιπλέον, των αποφάσεων θα πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει έναν, τουλάχιστον, Τουρκοκύπριο υπουργό. Το γεγονός αυτό καθιστά ουσιαστικά άνευ σημασίας την Ελληνική πλειοψηφία στο Υπουργικό Συμβούλιο.

            Η τρίτη υπαναχώρηση αφορούσε τη σύνδεση του εδαφικού με τη Διεθνή Διάσκεψη, στην οποία θα συζητούνταν τα θέματα των εγγυήσεων και της ασφάλειας. Υποτίθεται ότι είχε συμφωνηθεί, τον Σεπτέμβριο, στην Τριμερή Συνάντηση, στη Ν. Υόρκη, των ηγετών των δύο κοινοτήτων με τον Γ. Γραμματέα Μπαν Κι Μουν, ότι θα ολοκληρωνόταν η συζήτηση για το εδαφικό, με την κατάθεση μάλιστα χάρτη, πριν τη Διεθνή Διάσκεψη. Η τελευταία θα είχε αποκλειστικά ως θέματα τις εγγυήσεις και την ασφάλεια. Η Τουρκική πλευρά επέμενε η Διάσκεψη αυτή να είναι Πενταμερής (οι τρεις Εγγυήτριες Δυνάμεις των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, δηλαδή Μ. Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία συν οι δύο κοινότητες). Η Ελληνική πλευρά υπεστήριζε η Διάσκεψη να είναι Πολυμερής και να περιλαμβάνει, επιπλέον των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων, την Ευρωπαϊκή Ένωση, της οποίας η Κύπρος είναι χώρα – μέλος και τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία και Κίνα). Αθήνα και Λευκωσία είχαν ως κοινή διακηρυγμένη θέση ότι δεν δέχονται νέες εγγυήσεις και παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων και μετά τη λύση στην Κύπρο.

Η Τουρκική Πλευρά Χρησιμοποίησε ως Δόλωμα και ως Μοχλό Εκβιασμού το Εδαφικό για ν’ Αποσπάσει τη Διζωνική Ομοσπονδία με Πολιτική Ισότητα. Θέλει να το Χρησιμοποιήσει Επιπλέον ως Δόλωμα για ν’ Αποσπάσει και τις Εγγυήσεις και την Παραμονή Μετά τη Λύση Τουρκικών Στρατευμάτων στην Κύπρο

            Οι τελευταίες Κυβερνήσεις στην Αθήνα, περιλαμβανομένης της σημερινής, είχαν αποστασιοποιηθεί από τις διακοινοτικές συνομιλίες στην Κύπρο, με πρόσχημα το δόγμα «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται». Εάν οι διακοινοτικές συνομιλίες ήταν πράγματι διακοινοτικές και αφορούσαν μόνο εσωτερικά θέματα, η πολιτική αυτή θα είχε νόημα. Όλοι όμως γνωρίζουν ότι οι διεξαγόμενες συνομιλίες, αφορούν την Τουρκική εισβολή και κατοχή, που είναι ο πυρήνας του Κυπριακού προβλήματος και δεν είναι καθόλου εσωτερικό θέμα. Γνωρίζουν επίσης ότι πίσω από τον εκάστοτε Τουρκοκύπριο ηγέτη βρίσκεται η Άγκυρα, η οποία ελέγχει απολύτως τη διαπραγματευτική στάση της Τουρκικής πλευράς. Η Άγκυρα παραμένει σκοπίμως στο παρασκήνιο, γιατί θέλει να συγκαλύπτει διεθνώς τον δικό της ρόλο ως εισβολέως και κατοχικής δυνάμεως και να παρουσιάζει το Κυπριακό ως δήθεν διακοινοτικό πρόβλημα. Η συνταγματική δομή, που επιδιώκει να επιβάλει η Άγκυρα, δεν είναι επίσης καθόλου εσωτερικό θέμα. Η Άγκυρα θέλει να συνταγματοποιήσει το Κυπριακό, με στόχο να προωθήσει την αναγνώριση και νομιμοποίηση των τετελεσμένων γεγονότων και του ψευδοκράτους και τον στρατηγικό και γεωπολιτικό της έλεγχο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, προωθεί ως δομή την περιβόητη «διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα».

            Η δομή αυτή προβλέπει τη δημιουργία δύο ισοτίμων και ισοκυριάρχων κρατιδίων, τα οποία, κατά την Τουρκική άποψη, θα πρέπει να συνεταιρισθούν και να δημιουργήσουν την «Ενωμένη Ομόσπονδη Κύπρο». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεγάλος συνταγματολόγος για ν’ αντιληφθεί ότι μια τέτοια δομή παραπέμπει στην ουσία σε συνομοσπονδία παρά σε ομοσπονδία. Η Τουρκική πλευρά κάνει όμως την «παραχώρηση» και δέχεται ορισμένα στοιχεία ομοσπονδίας, πρώτον, για να ρίχνει στάχτη στα μάτια ότι αυτό που ζητά δεν είναι συνομοσπονδία, που θεωρείται απαράδεκτη, αλλά ομοσπονδία και να δίνει άλλοθι και σ’ αυτούς που υποστηρίζουν τη διζωνική ομοσπονδία στην Ελληνική πλευρά. Δεύτερον, γιατί, τα στοιχεία ομοσπονδίας, τα οποία αποδέχεται έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και συμφέρον γι’ αυτήν. Αφορούν, κατά κύριο λόγο, τους φυσικούς πόρους, το φυσικό αέριο δηλαδή στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Ο πρώην Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας δέχθηκε, στο πλαίσιο της «προσεγγιστικής» του πολιτικής με τους Τουρκοκυπρίους, το φυσικό αέριο να είναι ομοσπονδιακή αμροδιότητα, ώστε να εξασφαλίζεται και η συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων. Τρίτον, η Άγκυρα προτιμά ένα υβρίδιο ομοσπονδίας και συνομοσπονδίας για να έχει, μέσω αυτού, μεγαλύτερο λόγο και δικαιώματα, μέσω των Τουρκοκυπρίων, σ’ ολόκληρη την Κύπρο.

            Η υποτιθέμενη εσωτερική πτυχή και η λύση που προεικονίζεται γι’ αυτήν, προδικάζει επομένως τον Τουρκικό έλεγχο πάνω στην Κύπρο, μέσω του ρόλου των Τουρκοκυπρίων, και δεν είναι καθόλου εσωτερικό θέμα των Κυπρίων. Θα έπρεπε επομένως οι Ελληνικές Κυβερνήσεις να έχουν πιο ενεργό και ουσιαστικό ρόλο στις λεγόμενες διακοινοτικές συνομιλίες, μέσα από την κοινή θέση Αθηνών – Λευκωσίας.

Η Σαφής Διακήρυξη στην Αθήνα της Ελληνικής Θέσεως Σχετικά με τις Εγγυήσεις και την Ασφάλεια και το Ρόλο μιας Διεθνούς Διασκέψεως για την Κύπρο. Ενόχλησε Σφόδρα τους Θιασώτες της «Λύσεως» στο Κυπριακό με Κάθε Κόστος και τον Ξένο Παράγοντα

            Η δήλωση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, σε συσχετισμό με τις συζητήσεις στο Mont Pelerin, ότι η Ελληνική πλευρά δεν αποδέχεται εγγυήσεις για μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ούτε παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων μετά τη «λύση», τάραξε τα νερά και οριοθέτησε τα πλαίσια μιας λύσεως στο Κυπριακό, σε ό,τι αφορά, τουλάχιστον, τα δύο αυτά κεφαλαιώδη θέματα. Είχε προηγηθεί παρόμοια δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

            Στην πραγματικότητα, η Άγκυρα, μέσω της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, στην οποία έχει, κατ’ αρχήν, συμφωνήσει η επίσημη Κυπριακή πλευρά και διαπραγματεύεται τα επιμέρους κεφάλαια, εξασφαλίζει τον στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου. Καμιά απόφαση, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα μπορούσε να ληφθεί, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Άγκυρας. Ολόκληρη η Κύπρος θα ήταν υποχείρια και προτεκτοράτο της Άγκυρας.

            Η τελευταία όμως επιδιώκει παραλλήλως να εξασφαλίσει εγγυητικά δικαιώματα, περιλαμβανομένου του δικαιώματος επεμβάσεως, όπως επίσης την παραμονή εσαεί Τουρκικών στρατευμάτων, για να είναι διεθνώς κατοχυρωμένος και αδιαμφισβήτητος ο στρατηγικός και γεωπολιτικός της ρόλος και έλεγχος πάνω στην Κύπρο.

            Η δήλωση του υπουργού στοχοποιήθηκε από τον ξένο παράγοντα και τους υπερμάχους της «λύσεως». Έγινε μάλιστα προσπάθεια από αυτούς αλλά και από τον Τουρκικό παράγοντα να παρουσιασθεί η δήλωση αυτή ως τορπίλλη στις συνομιλίες και ως αιτία δήθεν για το αδιέξοδο στο Mont Pelerin, τη στιγμή που είχε προηγηθεί, προκλητική και απροκάλυπτη, η Τουρκική αδιαλλαξία. Ήρθε εκ των υστέρων επίσης η έκρηξη Ερντογάν για να καταδείξει το μέγεθος της Τουρκικής αδιαλλαξίας στο εδαφικό και στα θέματα των εγγυήσεων και της ασφάλειας.

            Το ερώτημα που ετέθη εκ των πραγμάτων, για την ενόχληση, τουλάχιστον, των υπερμάχων της «λύσεως» στη Λευκωσία, από τη δήλωση του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, ήταν το αν άλλαξε η επίσημη κοινή θέση Αθηνών-Λευκωσίας και αν ο Κύπριος Πρόεδρος Αναστασιάδης και οι ηγεσίες των κομμάτων του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, που τον στηρίζουν, δέχονται να συζητήσουν Πενταμερή Διάσκεψη αντί Πολυμερή, κάποιου είδους νέες εγγυήσεις και παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων μετά τη «λύση», για μια μεταβατική, υποτίθεται, περίοδο.

            Η ενόχληση του Τουρκικού παράγοντα είναι αυτονόητη, γιατί είναι γνωστό ότι η Άγκυρα δεν δέχεται καμιά λύση χωρίς εγγυήσεις και παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων. Η ενόχληση του ξένου παράγοντα είναι επίσης αυτονόητη, γιατί είναι γνωστή η πολιτική και οι επιδιώξεις της ομάδας που ασκεί ακόμη την εξουσία στην Ουάσιγκτον και διαχειρίζεται το Κυπριακό και τα σενάρια για τη «λύση» του, με επικεφαλής τη Βικτώρια Νούλαντ, υφυπουργό για Ευρωπαϊκά και Ευρασιατικά θέματα και γνωστό γεράκι της πρόσφατης ψυχροπολεμικής Αμερικανικής πολιτικής.         Η τελευταία, διά στόματος του φιλέλληνα Αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν, πρότεινε στη Ν. Υόρκη, τον Σεπτέμβριο, στον Κύπριο Πρόεδρο, να δεχθεί ως «λύση», στο θέμα της ασφάλειας, τη δημιουργία στην Κύπρο Τουρκικής στρατιωτικής βάσεως, στην οποία θα αποσυρόταν ένα μέρος των Τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων. Προτείνει επίσης, στο παρασκήνιο, ως εναλλακτικό σενάριο, την παραμονή, ενός μέρους των Τουρκικών στρατευμάτων για μια «μεταβατική» περίοδο 10 ή 12 ετών. Την πρόταση αυτή, για μεταβατική περίοδο, ανέφερε στην ομιλία του στην Αθήνα και ο απερχόμενος Αμερικανός Πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα.

Οι Στρατηγικές Επιδιώξεις του Ξένου Παράγοντα

            Ο ξένος παράγων, ο Αμερικανικός δηλαδή και ο Βρετανικός, επείγονται πολύ για «λύση» στο Κυπριακό, που θα είναι δώρο, στην πραγματικότητα, στην Τουρκική πλευρά, αλλά θα εντάσσεται στις στρατηγικές επιδιώξεις τους στην περιοχή και στον εμμονικό ανταγωνισμό τους με τη Ρωσία του Πούτιν. Ειδικότερα, Ουάσιγκτον και Λονδίνο, παρά τις επιφυλάξεις τους και τον εκνευρισμό τους με την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, θεωρούν ότι δεν πρέπει να εγκατελειφθεί η προσπάθεια διατηρήσεως και ενισχύσεως των δεσμών της Τουρκίας με το ΝΑΤΟ και την Ευρώπη και της συμπλέξεως του Ελληνικού με τον Τουρκικό χώρο.

            Οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη διέρχονται κρίση, μετά τον Ισλαμικό προσανατολισμό του καθεστώτος Ερντογάν, τις πρωτοφανείς παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις απειλές Ερντογάν ότι θα εξαπολύσει κατά της Ευρώπης ένα νέο τσουνάμι προσφύγων και λαθρομεταναστών, εάν η Ευρώπη δεν δώσει στην Άγκυρα, χωρίς την εκπλήρωση όλων των τεθέντων κριτηρίων, την άρση της βίζας για τους Τούρκους υπηκόους. Εν τω μεταξύ, το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς και οι Τουρκικές προκλήσεις και απειλές δεν γίνονται δεκτές με την προηγούμενη ανοχή. Το Ισλάμ και η λαθρομετανάστευση είναι δύο θέματα πολύ κοντά στο σύνολο σχεδόν των Ευρωπαϊκών χωρών.

            Φαντασθείτε όμως, μέσα σε αυτό το κλίμα, η Τουρκία να αποκτούσε μέσω Κύπρου και των «ισοτίμων» Τουρκοκυπρίων ρόλο και λόγο μέσα στο ίδιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Αυτό προνοεί το σχέδιο «λύσεως», για το οποίο επισπεύδει ο ξένος παράγων. Ο τελευταίος όμως δεν θέλει μόνο τον προσεταιρισμό της Άγκυρας, με ακριβά δώρα, αναλώμασι άλλων. Θέλει τα δώρα αυτά να εξυπηρετούν επίσης τους μεγάλους στρατηγικούς και γεωπολιτικούς στόχους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Αυτοί αναφέρονται σε δύο επιμέρους στόχους. Στον στρατηγικό παράγοντα και στα ενεργειακά αποθέματα της Ανατολικής Μεσογείου. Ο πρώτος έχει άμεση σχέση με τη στρατηγική κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί στη Συρία, με την εγκατάσταση εκεί της Ρωσίας, που προβλέπεται να έχει μέλλον. Η Κύπρος βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τη Συρία και έχει τεράστια στρατηγική σημασία. Υπάρχουν στην Κύπρο Βρετανικές βάσεις. Υπάρχει όμως και το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου, που αν παραμείνει άλυτο, εγκυμονεί κινδύνους Ρωσικής παρεμβολής. Η Αμερικανική πολιτική, όπως, τουλάχιστον, υπολαμβάνεται και ασκείται από την ομάδα του απερχομένου Προέδρου, με επικεφαλής την Νούλαντ, σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, θέλει να επιβάλει μια «λύση», που θα συνδυάζει την ικανοποίηση της Τουρκίας και τον προσεταιρισμό της με την ενίσχυση του Δυτικού και Νατοϊκού ελέγχου της Κύπρου. Ο τελευταίος επιτυγχάνεται με την ενισχυμένη Τουρκική παρουσία και την ουσιαστική κατάλυση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Κύπρου.

            Ο δεύτερος, ενεργειακός, στόχος επιδιώκεται με την εμπλοκή της Τουρκίας στον ενεργειακό πλούτο της Ανατολικής Μεσογείου, άλλο μεγάλο δώρο στην Τουρκία, σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδος. Η Τουρκία έχει θέσει ως στρατηγικό στόχο να καταστεί μέρος της «μοιρασιάς» του πλούτου αυτού και ιδίως ν’ αρπάξει από την Κύπρο το φυσικό της αέριο, με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Ο ένας, με τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων. Ο δεύτερος, με την εξαγωγή του φυσικού αερίου της Κύπρου, με αγωγό μέσω Τουρκίας. Ο τρίτος, με την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας, μετά τη «λύση». Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα υπήρχε η Κυπριακή Δημοκρατία για να υπερασπιστεί την Κυπριακή ΑΟΖ. Οι «ισότιμοι» Τουρκοκύπριοι θα συντάσσονταν με την Άγκυρα και ουσιαστικά η τελευταία θα έπαιρνε ότι ήθελε. Έτσι το φυσικό αέριο της Κύπρου, που την αναβάθμισε γεωστρατηγικά και της άνοιξε τόσες νέες προοπτικές, θα κατέληγε άδοξα, στο μεγαλύτερό του μέρος, υπό Τουρκικό έλεγχο.

            Ο Αμερικανικός παράγων, μετά το φιάσκο του αγωγού από το Κατάρ, που έγινε ανέφικτος, με την ήττα των ακραίων Ισλαμιστών στη Συρία, χαϊδεύει τώρα μια άλλη φιλοδοξία για να προωθήσει τον ίδιο στόχο της αποκοπής των Ρωσικών εξαγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Κάνει σχέδια και σενάρια για υποκατάσταση των Ρωσικών εξαγωγών με φυσικό αέριο από την Ανατολική Μεσόγειο, που θα εξαγόταν μέσω Τουρκίας και θα κάλυπτε, μεταξύ άλλων, και τις ανάγκες της Τουρκίας, τις οποίες καλύπτει σήμερα, κατά το μεγαλύτερό τους μέρος, με εισαγωγές από τη Ρωσία.

Η Νέα Ανατροπή από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη

των Ελληνικών Θέσεων Θέτει την Κύπρο σε Θανάσιμο Κίνδυνο

            Μέσα, σε αυτό το διεθνές σκηνικό και με αναμενόμενη την ανάληψη της εξουσίας από τον νέο Πρόεδρο στις ΗΠΑ, ο οποίος διεκήρυξε ως βασική του πολιτική θέση τη συνεργασία με τη Ρωσία και την ανακοπή του αναπτυσσομένου ψυχροπολεμικού κλίματος, η ομάδα Νούλαντ στην Ουάσιγκτον, με πρόθυμο ανταποκριτή της τον Κύπριο Πρόεδρο, έσπευσε να κάνει μια νέα έφοδο της τελευταίας στιγμής για να επιβάλει το σενάριο «λύσεως» του Κυπριακού. Άμεσος συνεργάτης σ’ αυτό είναι ο δολοπλόκος Νορβηγός διπλωμάτης Έσπεν Μπαρθ Έιντε, ο οποίος, ως καταχθόνιος Ιάγος, περιφέρεται διεθνώς, ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και υποσκάπτει την Κυπριακή Δημοκρατία, διαβεβαιώνοντας ότι η «λύση» είναι επί θύραις και ότι έχει επιτευχθεί «ιστορική» πρόοδος.

            Μετά το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, ανέλαβε πρωτοβουλία για να φέρει πάλι τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οργάνωσε γι’ αυτό δείπνο του Κυπρίου Προέδρου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ακιντζί. Προς μεγάλη έκπληξη της Ελληνικής πλευράς, στη Λευκωσία αλλά και στην Αθήνα, ο Κύπριος Πρόεδρος, κατά τη διάρκεια του δείπνου αυτού, ανέτρεψε πλήρως τη διαπραγματευτική στρατηγική, τις θέσεις και τις κόκκινες γραμμές της Ελληνικής πλευράς και συμφώνησε σε όλα όσα ζητούσε η Τουρκική πλευρά. Δέχθηκε, συγκεκριμένα, η Διεθνής Διάσκεψη να είναι ουσιαστικά Πενταμερής και να γίνει στις 12 Ιανουαρίου, χωρίς καμιά ουσιαστική προετοιμασία είτε για διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για το περιεχόμενο της είτε για τη συμμετοχή των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλεία ή τους όρους συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

            Ανεκοίνωσε ότι έλυσε δήθεν το πρόβλημα της εκπροσωπήσεως στη Διάσκεψη της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την παρουσία του υπουργού Εξωτερικών Γιαννάκη Κασουλίδη, την ίδια στιγμή που θα παρίσταται και ο «υπουργός Εξωτερικών» του ψευδοκράτους. Δέχθηκε να παραπεμφθεί το εδαφικό στη Διάσκεψη, χωρίς να έχει επιτευχθεί συμφωνία, με σαφή την προοπτική ν’ αποτελέσει θέμα παζαρέματος με την εκ περιπτροπής Προεδρίας, που θέτει η Τουρκική πλευρά και με τα θέματα εγγυήσεων και ασφάλειας, τα οποία, υποτίθεται, ότι θα ήταν τα μόνα που θα συζητούνταν στη Διάσκεψη.

            Η αποδοχή στην ουσία Πενταμερούς προδικάζει αποδοχή εγγυήσεων και συζήτηση φόρμουλας για «μεταβατική» δήθεν παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων, μετά τη «λύση». Η απίστευτη αυτή ανατροπή από τον Κύπριο Πρόεδρο, ερήμην του Εθνικού Συμβουλίου, των Αθηνών και των άλλων παραγόντων της Ελληνικής πλευράς και σε αντίθεση με το διάγγελμα, που είχε απευθύνει στον Κυπριακό λαό, μετά το Mont Pelerin, δημιουργεί μεγάλα ερωτήματα και ανησυχία. Ορισμένοι πολιτικοί αρχηγοί στη Λευκωσία έφτασαν στο σημείο να θέσουν θέμα αν ο Κύπριος Πρόεδρος είναι σε θέση να εκπροσωπεί και να διαπραγματεύεται για λογαριασμό της Ελληνικής πλευράς.

            Με τις τραγικές αυτές υποχωρήσεις, ο Κύπριος Πρόεδρος έθεσε σε δεινή θέση την Ελληνική πλευρά και την εγκλώβισε σε μια διαδικασία, που μοιάζει με σημαδεμένη τράπουλα υπέρ της Τουρκικής πλευράς. Η ευθύνη για την ανακοπή της καταστροφικής αυτής πορείας, που θα ισοδυναμούσε με παράδοση της Κύπρου στην Άγκυρα, επαφίεται πλέον στον Κυπριακό λαό αλλά και από τις αποφάσεις και τους χειρισμούς της Κυβερνήσεως στην Αθήνα. Η Κυβέρνηση δεν πρέπει να αλλάξει την πολιτική που διεκήρυξε, σχετικά, τουλάχιστον, με τις εγγυήσεις και την παραμονή Τουρκικών στρατευμάτων μετά τη «λύση». Θα πρέπει επίσης, στο ίδιο πνεύμα, να προβληματισθεί αν πρέπει να συρθεί σε μια Διάσκεψη, για την οποία δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις να συζητηθούν ουσιαστικά οι θέσεις της. Η Ελληνική πλευρά έχει κάθε λόγο να ζητήσει αναβολή της συγκλήσεως μιας τέτοιας Διασκέψεως και να θέσει τους δικούς της όρους, εξαρτώντας από αυτούς τη συμμετοχή της. Είναι τραγικό, κοντά στα τόσα άλλα, να επέρχεται επιπλέον ανοικτή διαφωνία Αθηνών – Λευκωσίας. Ο Κύπριος όμως Πρόεδρος υπερέβη οποιαδήποτε κοινή γραμμή, υπερέβη οποιαδήποτε εξουσιοδότηση του Κυπριακού λαού και θέτει, με τους αυτοσχεδιασμούς του, την ενδοτικότητά του και την αποδοχή του Τουρκικού οδικού χάρτη για «λύση» του Κυπριακού, σε θανάσιμο κίνδυνο την Κύπρο.

 

 

Περικλής Νεάρχου

Πρέσβυς ε.τ.