Την Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου, 2018, εορτάσθηκε στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής, η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, με τη συμμετοχή του Οργανισμού για την Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας (ΟΔΕΓ), της Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονoμιάς (ΕΓΚ) και το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού «Μέγας Αλέξανδρος»

Εκ μέρους της Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς μίλησε ο Επίτιμος Πρόεδρος της και Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Αντώνης Κουνάδης, η Αριστέα Τόλια, πρόεδρος του ΟΔΕΓ και εκτελεστικός γραμματέας της Ελληνικής Κληρονομιάς, και ο Πρέσβυς ε.τ. Περικλής Νεάρχου, μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Κληρονομιάς.

Ο Περικλής Νεάρχου μίλησε για το θέμα «Η Γλώσσα μας και το Εθνικό μας Μέλλον».

Ομιλία του Πρέσβη ε.τ. Περικλή Νεάρχου:

           

Η Γλώσσα μας & το Εθνικό μας Μέλλον

            Η γλώσσα υπολαμβάνεται συχνά με μια πολύ στενή έννοια. Ως γλωσσικό εκφραστικό όργανο και ως ένα σύνολο λεξικογραφικού πλούτου και κειμένων που συνιστούν της γλωσσική της κληρονομιά. Η γλώσσα είναι ασφαλώς και αυτά. Είναι ο Όμηρος, η Σαπφώ, ο Πίνδαρος, ο Πυθαγόρας, οι Τραγικοί, ο Αριστοφάνης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης. Είναι επίσης η γραμματεία της Ελληνιστικής, Βυζαντινής και Νεοελληνικής εποχής. Είναι όμως ακόμη κάτι πολύ περισσότερο.

Η γλώσσα είναι η κυριότερη έκφραση ενός λαού, μιας κοινωνίας και ενός πολιτισμού. Ένας λαός ανεγείρει μνημεία, φιλοσοφεί, δημιουργεί επιστήμη, πολεοδομία και αρχιτεκτονική, σμιλεύει αγάλματα και άλλα καλλιτεχνήματα. Συνθέτει μουσική και τραγούδια. Οργανώνει γιορτές, πλάθει μύθους και λατρεύει θεούς, δημιουργεί πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς, οργανώνει την καθημερινή ζωή, την παραγωγή αλλά και την άμυνα και ασφάλεια.

Η γλώσσα είναι το αναντικατάστατο μέσο, με το οποίο ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τον εαυτό του και μια κοινωνία οργανώνεται σε συνεκτικό σύνολο και σφυρηλατεί μια ιδέα για τον εαυτό της και μια ταυτότητα. Η γλώσσα είναι επίσης το μέσο, με το οποίο ο άνθρωπος ονοματίζει τα πράγματα και θέτει τις βάσεις της κοινής επικοινωνίας. Ανοίγει επίσης το δρόμο για τη δημιουργία των αφηρημένων εννοιών και όλου αυτού του άυλου κόσμου που είναι αναπόσπαστο μέρος της φαντασίας και της πνευματικής προόδου κάθε κοινωνίας και κάθε λαού.

Αυτά από μια άποψη ισχύουν για όλες τις γλώσσες και όλους τους λαούς. Αυτό όμως που διαχωρίζει την Ελληνική γλώσσα και την Ελληνική πολιτιστική κληρονομιά είναι η ασύγκριτη και μοναδική συμβολή της στην πνευματική πορεία του κόσμου. Η διαπίστωση αυτή δεν υποκινείται από οποιαδήποτε εθνική έπαρση ή υπερβολή. Είναι μια πραγματικότητα που αναγνωρίζεται από κάθε έντιμο και αντικειμενικό διανοητή.

Με όργανο την Ελληνική γλώσσα, οι Έλληνες Αρχαίοι φιλόσοφοι, επιστήμονες, ποιητές και διανοητές έθεσαν, κατά πρώτο λόγο, τον θεμέλιο λίθο του ορθού λόγου και της ελεύθερης σκέψεως. Μπορεί σήμερα να φαίνεται αυτό απλό. Δεν ήταν όμως τότε καθόλου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αστρονομία. Πολύ πριν τον Θαλή τον Μιλήσιο, οι Αρχαίοι λαοί της Ανατολής, οι Βαβυλώνιοι και οι Αιγύπτιοι είχαν πολλές και βεβαιωμένες γνώσεις αστρονομίας. Δεν μπόρεσαν όμως να υπερβούν το σύνορο της αστρολογίας. Δεν είχαν τον ορθό επιστημονικό λόγο και την ελεύθερη σκέψη. Οι γνώσεις τους συγχέονταν με αστρολογικές ερμηνείες και προφητείες.

Με την Ελληνική γλώσσα, οι φιλόσοφοι και οι ποιητές έθεσαν τις βάσεις της καθαυτό φιλοσοφικής έρευνας, που αναφερόταν άμεσα στην πόλη. Εξέφρασαν ταυτόχρονα την αγωνία τους για τον άνθρωπο και τη θνητή του μοίρα. Πάνω σ’ αυτή τη βάση, παράλληλα με τη γέννηση της άμεσης δημοκρατίας, άνθισε τον 5ο αιώνα στην Αθήνα η τραγωδία. Η κλασική πόλη σφυρηλάτησε στους κόλπους της ανθρωπιστικές αξίες και ιδεώδη που έγιναν, στη συνέχεια, οικουμενικά πρότυπα ελευθερίας, ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παρρησίας, αγάπης του ωραίου ως ατομικού αλλά και συλλογικού ιδεώδους, ισορροπίας σώματος και πνεύματος, παιδείας και πολιτισμού.

Δεν υπήρχε στην κλασική Ελλάδα πόλη αντάξια του ονόματός της που δεν είχε θεσμούς και υποδομές, όπως η αγορά, το θέατρο, το γυμνάσιο. Οι Πανελλήνιες γιορτές, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τα Πύθια στους Δελφούς, τα Ίσθμια στην Κόρινθο και τα Νέμεα στη Νεμέα, εξέφραζαν το κοινό Ελληνικό πνεύμα και προήγαγαν την πνευματική και θρησκευτική ενότητα των Ελλήνων, ανεξάρτητα από τη χωριστή πολιτική οργάνωση κάθε πόλεως σε αυτόνομη βάση πόλεως-κράτους.

Ο Μέγας Αλέξανδρος, με την περιλάλητη, κατά τον Καβάφη , εκστρατεία του στην Ανατολή, έδωσε μια άλλη διάσταση γεωγραφικού χώρου στην Ελληνική γλώσσα και παιδεία. Τα αρχέτυπα που δημιουργήθηκαν στις κλασικές πόλεις της Ελλάδος μεταφυτεύθηκαν στη μεγάλη οικουμένη σε άλλες χώρες και λαούς και στο πλαίσιο Ελληνικών κοσμοπόλεων. Ήταν η αρχή μιας οικουμενικής πορείας της Ελληνικής γλώσσας και της διαδόσεως ιδεών, αξιών και ιδεωδών, που ήταν αναπόσπαστο μέρος της Ελληνικής ανθρωπιστικής παιδείας αλλά είχαν ταυτόχρονα οικουμενική αξία και σημασία.

Η Ελληνιστική εποχή, με όλες της αποτυχίες, τις εμφύλιες συγκρούσεις και τις περιπέτειες που τη σημάδεψαν, άνοιξε ένα νέο κόσμο στην Ελληνική γλώσσα, επηρέασε βαθιά την εξέλιξή της και την κατέστησε διεθνή, με τα μέτρα της εποχής. Οι Ρωμαίοι, που υποδούλωσαν την Ελλάδα το 146 π.Χ., δεν αντιτάχθηκαν στην Ελληνική γλώσσα. Την αντιμετώπισαν ως το αξεπέραστο πρότυπο, που έπρεπε να μιμηθούν και από το οποίο έπρεπε να αντλήσουν όσο μεγαλύτερο πλούτο μπορούσαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ρήτωρ, ο Κικέρων, που μετέφερε στα λατινικά πάνω από τρεις χιλιάδες Ελληνικές λέξεις. Ο ίδιος παραδέχθηκε με ανυπόκριτο θαυμασμό ότι οι θεοί στον Όλυμπο, εάν μιλούσαν μεταξύ τους, προφανώς θα μιλούσαν Ελληνικά. Μόνο στην Ύστερη Ρωμαϊκή Αρχαιότητα εναντιώθηκε στην Ελληνική γλώσσα ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός. Ματαίως όμως. Το αντελήφθη γρήγορα και εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να επιβάλει τα λατινικά στην Ανατολή.

Στη νέα περίοδο, που άνοιξε με την επικράτηση του Χριστιανισμού, τα Ελληνικά βρέθηκαν, ως διεθνής γλώσσα στην αυτοκρατορία, σε θέση προνομιακή. Τα τρία από τα τέσσερα Ευαγγέλια γράφτηκαν απευθείας στα Ελληνικά. Οι Πράξεις επίσης των Αποστόλων και οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Το άνοιγμα της Χριστιανικής διδασκαλίας στους εθνικούς, κατέστησε τα Ελληνικά κύριο γλωσσικό όχημα για τη διάδοσή της. Η κυριαρχία της Ελληνικής στην Ανατολή έγινε η βάση αργότερα για μια ιστορική πολιτική μετουσίωση. Τη μεταμόρφωση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με νέα οικουμενική αυτοκρατορική ιδέα τη χριστιανική οικουμένη, στην Ελληνορθόδοξη εκδοχή της.

Κατά την κλασική και την Ελληνιστική περίοδο, η Ελληνική γλώσσα ήταν συνυφασμένη με τη διδασκαλία και τη διάδοση της κλασικής παιδείας. Κατά την Ελληνιστική εποχή, προσαρμόστηκε, όσο ήταν δυνατόν, στις νέες δομές της οικουμενικής αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου και των βασιλείων που τον διαδέχθηκαν. Στη νέα Βυζαντινή, χριστιανική περίοδο, δεν ήταν πλέον μόνο μέσο για τη διδασκαλία της κλασικής παιδείας. Ήταν ταυτόχρονα θεοφορική γλώσσα της νέας θρησκείας.

Η Ελληνική γλώσσα εξέφρασε τη ζωή και τη δημιουργία μιας νέας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας και ενός νέου θρησκευτικού ιδεώδους. Αυτή ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους, από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο και μετά, το πρώτο δηλαδή ήμισυ του 7ου αιώνα. Σ’ αυτήν διατυπώθηκε, από την εποχή αυτή και μετά, το Βυζαντινό δίκαιο. Σ’ αυτήν έγραψαν όλοι σχεδόν οι Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονικογράφοι. Σ’ αυτήν συνέθεσαν οι μελωδοί και υμνογράφοι τους στίχους και τα τροπάρια της απαράμιλλης Βυζαντινής μουσικής. Σ’ αυτήν γράφτηκαν τα επικά τραγούδια των ακριτών, με κορυφαίο τον Διγενή, τον Ηρακλή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού. Σ’ αυτή τη γλώσσα έδωσε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος την υπερήφανη του απάντηση στην ιταμή πρόσκληση του Τούρκου σουλτάνου Μωάμεθ να παραδώσει την πολιορκούμενη πόλη. Ο τελευταίος αυτοκράτωρ προτίμησε να θυσιαστεί αυτοπροαιρέτως και ν’ αφήσει τη θυσία του ως παρακαταθήκη για την παλιγγενεσία του Ελληνισμού.

Η Ελληνική γλώσσα είχε συνέχεια στον νεώτερο και σύγχρονο Ελληνισμό. Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για την Ελλάδα το γεγονός ότι απονεμήθηκε δύο φορές το βραβείο Νόμπελ σε δικούς της ποιητές. Γιατί όμως υπάρχει σήμερα αμφιβολία και φόβος ότι κάτι δεν πάει καλά με την Ελληνική γλώσσα και ότι επικρέμεται κάποια απειλή στο μέλλον της; Από τι κινδυνεύει σήμερα η Ελληνική γλώσσα και τι πρέπει να γίνει;

Υπάρχουν, δυστυχώς, πολλοί λόγοι που πρέπει σήμερα να μας ανησυχούν. Είναι, πρώτ’ απ’ όλα, η περιθωριοποίηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών. Η τάση αυτή δεν άρχισε σήμερα. Σήμερα όμως αποκορυφώθηκε, με τις δήθεν μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση, που απομειώνουν επικίνδυνα τη θέση του Ελληνικού μας πολιτισμού.

Στο παρελθόν, η μείωση των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών παρουσιαζόταν ως αναγκαία για να δοθεί, υποτίθεται, μεγαλύτερη θέση σε μαθήματα που συνδέονται με τις νέες επιστήμες και τις προοπτικές επαγγελματικής καταρτίσεως των μαθητών. Δεν έλειψαν και τότε οι ιδεοληψίες που προέρχονταν από άστοχη πολιτικοποίηση του θέματος της γλώσσας, όπως επίσης από ανερμάτιστες θεωρίες σχετικά με την ιστορική συνέχεια της Ελληνικής γλώσσας. Ορισμένοι ακραίοι εκφραστές τους έφτασαν μάλιστα στο σημείο να υποστηρίζουν ότι τα Νέα Ελληνικά είναι δήθεν αυτόνομα από τα Αρχαία Ελληνικά.

Η αναγωγή του θέματος της γλώσσας σε αντικείμενο πολιτικής διαμάχης, ενέπνευσε εκπαιδευτικές αλλαγές, που περιελάμβαναν και τη γλώσσα, οι οποίες υποκινήθηκαν περισσότερο από ιδεοληπτικές αντιλήψεις παρά από νηφάλια επιστημονική αντιμετώπιση των προβλημάτων της γλώσσας και του τρόπου διδασκαλίας της στη διαχρονική της συνέχεια.

Είναι σαφές ότι η Δημοτική είναι σήμερα η κυρίαρχη μορφή της ομιλουμένης Ελληνικής γλώσσας. Αυτή είναι η καταξιωμένη γλώσσα της σύγχρονης λογοτεχνικής δημιουργίας. Σ’ αυτήν έγραψαν οι πιο μεγάλοι ποιητές μας. Από πού όμως άντλησαν ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Καβάφης, ο Σικελιανός, ο Κάλβος; Είχαν όλοι βαθειές ρίζες και βαθειά γνώση της διαχρονικής Ελληνικής γραμματείας και γλώσσας. Η γλώσσα και η επιρροή του Ομήρου είναι διάχυτη στο έργο του Σεφέρη, του Ελύτη, του Καβάφη. Το ίδιο βαθειά είναι η επιρροή των Αρχαίων Ελλήνων τραγικών σε όλους του Νεοέλληνες δημιουργούς. Που παραπέμπει π.χ. ο περίφημος στίχος του Ελύτη «που να βρω τη ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ;» που τραγουδούμε σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη; Στην Ορέστεια του Αισχύλου. Το τετράφυλλο δάκρυ είναι τα κοινά δάκρυα από τα τέσσερα μάτια των δυο αδερφών, της Ηλέκτρας και του Ορέστη, που συναντήθηκαν πάνω από τον τάφο του Αγαμέμνονος. Ο Αισχύλος λέει ακριβώς το δάκρυ «τέσσερας μοίρας έχον».

Όσοι υποσκάπτουν αυτή τη συνέχεια επιτελούν ανόσιο έργο. Η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών δεν ήταν, δυστυχώς, αυτή που έπρεπε και το γεγονός αυτό συνέβαλε καθοριστικά στην απαξίωσή τους στη συνείδηση των μαθητών, όπως παραλλήλως και η προπαγάνδα για δήθεν απλοποίηση της γλώσσας για να γίνει, υποτίθεται, ευχερέστερη η μάθησή της και αποτελεσματικότερη η Εκπαίδευση.

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την εισαγωγή πολλών αλλαγών, μεταξύ αυτών και η κατάργηση π.χ. του πολυτονικού συστήματος. Ποιός είναι σήμερα ο απολογισμός; Έγινε καλύτερη η μάθηση της Ελληνικής γλώσσας; Έγινε γενικότερα καλύτερη η κατάσταση στην παιδεία; Προφανώς, στο θέμα αυτό υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, που δεν αφορούν μόνο τη γλώσσα. Αναφερόμενοι όμως μόνο σ’ αυτήν, διαπιστώνουμε ότι η κατάσταση είναι σαφώς πολύ χειρότερη και πρέπει να προβληματισθούμε σοβαρά για αυτό και να συζητήσουμε τα αναγκαία μέτρα που επιβάλλονται για τη βελτίωση της καταστάσεως και την αποκατάσταση του αυτονόητου.

Δυο παραδείγματα είναι από την άποψη αυτή πολύ ενδεικτικά και διδακτικά. Το κάθε ιδεόγραμμα της Ιαπωνικής γλώσσας μπορεί να έχει μέχρι και επτά διαφορετικές σημασίες. Η δύσκολη αυτή εθνική γραφή εμπόδισε την Ιαπωνία να πρωταγωνιστήσει στις επιστήμες, την τεχνολογία και την ανάπτυξη; Το ίδιο ισχύει, πολύ περισσότερο ακόμη, για την Κινα. Εμπόδισε τη μεγάλη αυτή χώρα η περίπλοκη ιδεογράμματη γραφή της να αναπτύσσεται σήμερα με τους πρωτοφανείς ρυθμούς που το κάνει;

Οι μύθοι, επομένως, ότι η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών και της Ελληνικής γλώσσας, στη διαχρονική της συνέχεια, αποτελούν εμπόδιο και τροχοπέδη στην ανάπτυξη και την πρόοδο, είναι εκ του πονηρού και ανυπόστατοι.

Η Ελληνική παιδεία, η οποία από το περιεχόμενο της είναι ταυτόχρονα οικουμενική, πρέπει να είναι το στέρεο βάθρο του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Η Ελλάδα δεν είναι οποιαδήποτε χώρα. Είναι η κληρονόμος μιας τεράστιας και μοναδικής εθνικής πνευματικής κληρονομιάς, οι αξίες της οποίας αναγνωρίζονται και παραμένουν πάντα επίκαιρες για όλη την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της. Οι άνθρωποι πάντα θα αγωνίζονται για ελευθερία και όταν ακόμη οι επελάσεις της εθελοδουλείας θα φαίνονται πολύ επικίνδυνες, γιατί θα παρουσιάζονται ως δήθεν συμφέρουσες. Οι άνθρωποι πάντα θα τιμούν το σύμβολο της Αντιγόνης, όπως και το σύμβολο του Ηρακλέους, που διέθεσε την ακατάβλητη δύναμή του όχι για ιδιοτελείς, εγωϊστικούς σκοπούς αλλά για να υπηρετήσει το κοίνο καλό, εκπληρώνοντας άθλους υπέρ της ανθρωπότητας.

Με αυτούς τους άθλους έγινε ημίθεος και κατέκτησε την ανάβαση στον Όλυμπο και την αθανασία. Ανεξάντλητα είναι τα σύμβολα που μας παρέχει η Αρχαία Ελληνική αλλά και η Βυζαντινή κληρονομιά και τα οποία αντιπροσωπεύουν αξίες και διδάγματα όχι μόνο για μας, που είμαστε οι εθνικοί κληρονόμοι, αλλά για ολόκληρη τη σημερινή οικουμένη.

Έχουμε καθήκον και υποχρέωση όχι μόνο να μελετούμε και να γνωρίζουμε αυτή την κληρονομιά αλλά και να εμπνεόμαστε και να παραδειγματιζόμαστε απ’ αυτήν, βέβαιοι ότι οι αξίες της δεν είναι μόνο παρελθόν αλλά και παρόν και μέλλον.

Εσχάτως, έχουμε και μια άλλη νεόκοπη πρόκληση, που αφορά τη γλώσσα και την παιδεία μας, αλλά και την ίδια την εθνική μας υπόσταση. Είναι η θορυβώδης ιδεολογία της παγκοσμιοποιήσεως, η οποία παρουσιάζεται με παραπλανητικές όψεις διεθνιστικού δήθεν ανθρωπισμού και παγκόσμιας ενότητας. Στη δική μας περίπτωση, προβάλλει επίσης ως άλλοθι και την Ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Η ιδεολογία αυτή υποβαθμίζει την ιδέα του έθνους, της εθνικής ιστορίας και του εθνικού κράτους και προάγει πολιτικές που αποσκοπούν στην εύσχημη αποδόμησή τους, με σοφιστικά προσχήματα και προβολή υπερεθνικών και «πολυπολιτισμικών» ιδεών, που ανταποκρίνονται δήθεν στο σημερινό βηματισμό του κόσμου.

Θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοιου είδους ιδεολογήματα και προπαγάνδα, που υποκρύπτουν επιδιώξεις υποδουλώσεως και κυριαρχίας, με αναφορά την παγκόσμια αγορά και τα συμφέροντα υπερεθνικών ολιγαρχικών δυνάμεων.

Είναι θλιβερό και απαράδεκτο τέτοιου είδους ιδεολογήματα και προπαγάνδα να βρίσκουν το δρόμο σε εκπαιδευτικές πολιτικές και προγράμματα του δικού μας Υπουργείου Παιδείας, αντίθετα με τις ρητές διαταράξεις του Συντάγματος.

Η Ελληνική μας παιδεία και η Ελληνική γλώσσα, όπως επίσης η Ελληνική Ορθοδοξία, που είναι η κρατούσα θρησκεία των Νεοελλήνων, είναι θεμελιακά και καθοριστικά μέρη της Ελληνικής ταυτότητας. Η υπερεθνική ενότητα δεν επιτυγχάνεται με την αποδόμηση των εθνικών ταυτοτήτων, των εθνών και των εθνικών γλωσσών. Επιτυγχάνεται με το σεβασμό και την ισότιμη σύνθεσή τους σε μια Ευρωπαϊκή, π.χ. Συμπολιτεία.

Το Ελληνικό παρελθόν μας παρέχει και στο θέμα αυτό ένα πρότυπο, που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει τη βάση για μια πραγματικά ισότιμη και δημοκρατική Ευρωπαϊκή ενοποίηση. Είναι το παράδειγμα  της Αχαϊκής και της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Οι ανεξάρτητες πόλεις – κράτη συνενώνονταν, με σεβασμό της ταυτότητας και της ελευθερίας της κάθε πόλεως και με κοινές πολιτικές στα μεγάλα θέματα, που συμφωνούσαν να είναι κοινά.

Η Ελληνική γλώσσα έχει πίσω της μια ιστορία μεγαλύτερη από 3000 χρόνια. Ο αιωνόβιος κορμός της και ότι αντιπροσωπεύει είναι εγκόλπιο και θησαυρός για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Θα ήταν όνειδος για μας να μη φανούμε αντάξιοι αυτής της κληρονομιάς και ν’ αφήσουμε χώρο σε Σειρήνες αλλοτριώσεως και εθνικής αποδομήσεως, με παραπλανητικά συνθήματα και ιδεολογήματα. Η Ελληνική γλώσσα, στη διαχρονική της συνέχεια, είναι συνυφασμένη με την ιστορική πορεία και την προοπτική του έθνους και της χώρας μας και με το εθνικό μας μέλλον.